-
1 точный
точный ακριβής; σωστός, πιστός (правильный )9 ταχτικός (пунктуальный)' \точный перевод η ακριβής μετάφραση; быть \точныйым είμαι ταχτικός* * *ακριβής; σωστός, πιστός ( правильный); ταχτικός ( пунктуальный)то́чный перево́д — η ακριβής μετάφραση
быть то́чным — είμαι ταχτικός
См. также в других словарях:
προκόβω — πρόκοψα, προκομμένος 1. προοδεύω, εξελίσσομαι, μεγαλώνω: Πρόκοψε στη δουλειά του. 2. είμαι ή γίνομαι εργατικός: Πρόκοψε η ακαμάτρα, όταν είδε την κόμματα (παροιμ.). 3. για ζώα και φυτά, μεγαλώνω, ευδοκιμώ, αποδίδω: Δεν προκόβουν τα αμπέλια στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)